- μπενζίνα
- η(λ. γαλλ.)1. η βενζίνη (βλ. λ.).2. βενζινοκίνητο μικρό πλεούμενο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπενζίνα — και μπεζίνα, η 1. βενζίνη 2. βενζινοκίνητο πλοιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. benzine (βλ. λ. βενζίνη)] … Dictionary of Greek